- κληρόδεντρο
- τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών βερβενιδών, που περιλαμβάνει πεντακόσια εξήντα είδη δένδρων, θάμνων και αναρριχητικών φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών κυρίως τής Αφρικής και τής Μαλαισίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clerodendron (< clero- < κλῆρος) + (-dendron < δένδρον)].
Dictionary of Greek. 2013.